- σκευοφυλάκιον
- σκευοφῠλ-άκιον [ᾰ], τό,A storehouse, PPetr.2p.16 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκευοφυλάκιον — storehouse neut nom/voc/acc sg σκευοφυλακέω guard the baggage imperf ind act 3rd pl (doric) σκευοφυλακέω guard the baggage imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφυλακίου — σκευοφυλάκιον storehouse neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφυλακίῳ — σκευοφυλάκιον storehouse neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kirche — (ein Wort von ungewisser Abstammung, welches man aus dem Sanskrit, Hebräischen, Celtischen, Germanischen, Griechischen u. Lateinischen, u. zwar aus verschiedenen Wörtern dieser verschiedenen Sprache abzuleiten versucht hat, von denen jedoch nur… … Pierer's Universal-Lexikon
σκευοφυλάκιο — Χώρος στον οποίο φυλάσσονται τα ιερά σκεύη ενός ναού. Σ. λέγεται επίσης και το κιβώτιο στο ιερό του ναού, όπου βρίσκονται τα ιερά σκεύη. Ο όρος προέρχεται ίσως από την αρχαία λέξη σκευοφόρος, που σήμαινε συνήθως τη «σκευοφόρο άμαξα», με την οποία … Dictionary of Greek
αποδυτήριο — Ιδιαίτερος χώρος των λουτρών ή των γυμναστηρίων κλπ. όπου γδύνονται και ντύνονται οι λουόμενοι ή οι αθλητές, οι γυμναζόμενοι κλπ. Στα αρχαία γυμναστήρια, α. ονομαζόταν ένα δωμάτιο στη νότια διπλή στοά. Βρισκόταν πριν από το κονιστήριον, το οποίο… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος ο Βατοπεδινός — (Δημόπουλος, 19ος αι.). Μοναχός και λόγιος από τη Λοκρίδα. Μετά τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χρημάτισε γραμματέας, επί 15 χρόνια, της μονής Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος και αρχιγραμματέας της ιερής κοινότητας του Αγίου Όρους. Μετά … Dictionary of Greek
ВХОД — [греч. εἴσοδος], в правосл. богослужении торжественная процессия священнослужителей, центральным моментом к рой является вход через св. врата в алтарь. Во время Божественной литургии совершаются 2 В. малый и великий; В. может также происходить во … Православная энциклопедия
БЛАГОДАРСТВЕННЫЕ МОЛИТВЫ ПОСЛЕ ПРИЧАЩЕНИЯ — [греч. Εὐχαριστία μετὰ τὴν θείαν μετάληψιν, церковнослав. ], молитвы, читаемые после Причащения Св. Таин. Главный предмет христ. благодарения это совершенное Христом искупление и восстановление человеческой природы, дарованная всякому верующему… … Православная энциклопедия